- κεράσαντα
- κεράννυμιmixaor part act neut nom/voc/acc plκεράννυμιmixaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεράσανθ' — κεράσαντα , κεράννυμι mix aor part act neut nom/voc/acc pl κεράσαντα , κεράννυμι mix aor part act masc acc sg κεράσαντι , κεράννυμι mix aor part act masc/neut dat sg κεράσαντο , κεράννυμι mix aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) κεράσαντε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek